άκρυπτος
Смотреть что такое "άκρυπτος" в других словарях:
άκρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄκρυπτος, ον) αυτός που δεν τόν έκρυψαν, ο φανερός νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κρυπτὸς < κρύπτω] … Dictionary of Greek
ἀκρύπτως — ἄκρυπτος adverbial ἄκρυπτος masc/fem acc pl (doric) ἀκρυπτος unhidden adverbial ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρύπτους — ἄκρυπτος masc/fem acc pl ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρυπτα — ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄκρυπτα — ἄκρυπτα , ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἄκρυπτα , ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρυφτος — η, ο βλ. άκρυπτος … Dictionary of Greek