άκρυπτος

άκρυπτος
ος , ον см. άκρυφτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άκρυπτος" в других словарях:

  • άκρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄκρυπτος, ον) αυτός που δεν τόν έκρυψαν, ο φανερός νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κρυπτὸς < κρύπτω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκρύπτως — ἄκρυπτος adverbial ἄκρυπτος masc/fem acc pl (doric) ἀκρυπτος unhidden adverbial ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρύπτους — ἄκρυπτος masc/fem acc pl ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρυπτα — ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄκρυπτα — ἄκρυπτα , ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἄκρυπτα , ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρυφτος — η, ο βλ. άκρυπτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»